- νόμισμα
- monnaie
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
νόμισμα — anything sanctioned by current neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… … Dictionary of Greek
νόμισμα — το, ατος 1. το χρήμα σε κέρματα ή σε χαρτί που κυκλοφορεί σ ένα κράτος, ως ανταλλακτικό μέσο: Η κυκλοφορία του νομίσματος είναι περιορισμένη στην αγορά. 2. Τα διάφορα νομίσματα ή η νομισματική μονάδα μιας χώρας: Υποτιμήθηκε το νόμισμα της Αγγλίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νόμισμ' — νόμισμα , νόμισμα anything sanctioned by current neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκάδραχμο — Νόμισμα, ασημένιο ή χρυσό, που κυκλοφόρησε από τον 5o έως τον 3o αι. π.Χ. στην Ελλάδα, στη Σικελία και στην Καρχηδόνα και ισοδυναμούσε με 10 δραχμές. Η ασημένια έκδοση θεωρείται η τελειότερη κατασκευή του. Περίφημα είναι τα δ. που υπογράφηκαν από … Dictionary of Greek
νομισμάτων — νόμισμα anything sanctioned by current neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομίσμασι — νόμισμα anything sanctioned by current neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομίσμασιν — νόμισμα anything sanctioned by current neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομίσματα — νόμισμα anything sanctioned by current neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομίσματι — νόμισμα anything sanctioned by current neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομίσματος — νόμισμα anything sanctioned by current neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)